Χρεοκοπία η [xreokopía] O25 : 1.(νομ.) παράνομη ή γενικά σκόπιμη πτώχευση: Δόλια / απλή ~. || (επέκτ.) πτώχευση. 2. (μτφ.) ολοκληρωτική αποτυχία: ~ ενός πολιτικού / μιας κυβέρνησης / μιας ιδεολογίας. [λόγ.: 1: ελνστ. χρεοκοπία· 2: σημδ. ιταλ. bancarotta] ΛΚΝ
Χρεωκοπία κ. χρεοκοπία (η) [μτγν.] |χρεωκοπιών| 1. η αδυναμία πληρωμής των χρεών (ατόμου ή εταιρείας), επειδή οι οφειλές προς τους πιστωτές υπερβαίνουν τα οικονομικά διαθέσιμα ΣΥΝ. πτώχευση 2. (μτφ.) η αποτυχία στην επίτευξη ενός στόχου: η εκπαιδευτική πολιτική οδηγείται σε - || η - των πολιτικών συστημάτων || η - μιας θεωρίας. — χρεωκόπος κ. χρεοκόπος (ο) [μτγν.]. ΛΝΕΓ
Τώρα ποιός χρεοκοπεί και ποιός χρεωκοπεί, δική σας η απόφαση. ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ;;
ΥΓ. Οι ορισμοί από το http://www.translatum.gr
Χρεωκοπία κ. χρεοκοπία (η) [μτγν.] |χρεωκοπιών| 1. η αδυναμία πληρωμής των χρεών (ατόμου ή εταιρείας), επειδή οι οφειλές προς τους πιστωτές υπερβαίνουν τα οικονομικά διαθέσιμα ΣΥΝ. πτώχευση 2. (μτφ.) η αποτυχία στην επίτευξη ενός στόχου: η εκπαιδευτική πολιτική οδηγείται σε - || η - των πολιτικών συστημάτων || η - μιας θεωρίας. — χρεωκόπος κ. χρεοκόπος (ο) [μτγν.]. ΛΝΕΓ
Τώρα ποιός χρεοκοπεί και ποιός χρεωκοπεί, δική σας η απόφαση. ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ;;
ΥΓ. Οι ορισμοί από το http://www.translatum.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου